ἐφελκύσῃ

ἐφελκύσῃ
ἐφελκύσηι , ἐφέλκυσις
attraction
fem dat sg (epic)
ἐφέλκω
drag
aor subj mid 2nd sg
ἐφέλκω
drag
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφέλκυση — η (Α ἐφέλκυσις) [εφελκύω] προσέλκυση, έλξη, τράβηγμα …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”